αρπαχτή (η) (λαικ.)

ό,τι αποκτήθηκε με ξαφνικό και πονηρό (συχνά παράνομο) τρόπο: κάνανε μια γερή ~ και την κοπάνησαν.
ΦΡ. της αρπαχτής για εύκολο, γρήγορο και συχνά παράνομο κέρδος που αποκτά κάποιος εκμεταλλευόμενος μια κατάσταση.
παράδειγμα: ο τύπος με τα κουταλάκια

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Α, δεν ξέρω για σας αλλά εγώ θαυμάσια τη βρήκα τη διαφημισούλα. Και κείνος ο Γκέλερ ... καλέ κούκλος ήταν στις φωτογραφίες. Ειδικά σε κείνη που κοιτάζει ένα στραβό κουτάλι ... αααχ, τι παραπάνω να ζητήσει μια γυναίκα!

DiS